lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μέρος στα πορτογαλικά

Λέξη:
μέρος (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (22):
adro, borrão, desadoro, local, localidade, lugar, mancha, meseta, mácula, nódoa, paragem, pararei, parca, passaje, pinta, praça, recinto, sitio, sítio, teatro, terreiro, terreno
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μέρος, μέροσ β φεκ 51 α 97, μέρος του λόγου χαλανδρι, μέρος του λόγου κατηγορούμενο, μέρος του λόγου, μέρος του ηφαιστειακού τόξου στο αιγαίο, μέρος στα πορτογαλικά, adro στα ελληνικά
μέρος στα πορτογαλικά