lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μαζί στα πορτογαλικά

Λέξη:
μαζί (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
a, bacia, com, de, dentre, desde, em, ena, esperar, juntamente, junto, para, por, que, quem, u
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μαζί, μαζί τα φάγαμε, μαζί στην εκκίνηση σεβ, μαζί σου ξεμυαλίστηκα, μαζί σου, μαζί ποτέ, μαζί στα πορτογαλικά, a στα ελληνικά
μαζί στα πορτογαλικά