lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μόνο στα πορτογαλικά

Λέξη:
μόνο (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
apenas, exclusivo, integral, isolado, meramente, singular, sino, solitário, solo, somente, sonsinho, sozinho, só, uniforme, uno, ímpar, único
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μόνο, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί που παιζεται, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί imdb, μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί, μόνο οι εραστές μένουν, μόνο μια φορά, μόνο στα πορτογαλικά, apenas στα ελληνικά
μόνο στα πορτογαλικά