lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οικτρός στα πορτογαλικά

Λέξη:
οικτρός (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
acabrunhado, aflito, coitado, corona, deploraste, desvalido, dolente, indigente, infeliz, infortunado, lastimemos, lastimável, miserações, miserável, piloso, pobre, triste
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οικτρός, οικτρός στα πορτογαλικά, acabrunhado στα ελληνικά
οικτρός στα πορτογαλικά