lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προκαλώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
προκαλώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
arrostar, causar, desafiar, engendrar, evocar, motivar, ocasionar, originar, produzir, provocar, reptar, revelar, suscitar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά προκαλώ, προκαλώ την τύχη μου, προκαλώ συνώνυμα, προκαλώ μετάφραση, προκαλώ λεξικό, προκαλώ ετυμολογία, προκαλώ στα πορτογαλικά, arrostar στα ελληνικά
προκαλώ στα πορτογαλικά