lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκιαγραφώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
σκιαγραφώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
bosquejar, delinear, divulgar, esboçar, linear, planear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σκιαγραφώ, σκιαγραφώ συνώνυμο, σκιαγραφώ συνώνυμα, σκιαγραφώ ορισμός, σκιαγραφώ στα πορτογαλικά, bosquejar στα ελληνικά
σκιαγραφώ στα πορτογαλικά