lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπρώχνω στα πορτογαλικά

Λέξη:
σπρώχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
adiantar, avançar, deduzir, empurrar, impedir, impelir, menear, mover, progredir, pôr
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σπρώχνω, σπρώχνω στα πορτογαλικά, adiantar στα ελληνικά
σπρώχνω στα πορτογαλικά