lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συχνός στα πορτογαλικά

Λέξη:
συχνός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
denso, frequente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συχνός, συχνόσ λόξυγγασ, συχνός συνώνυμα, συχνός πυρετός σε παιδιά, συχνός πυρετός, συχνός πονόλαιμος, συχνός στα πορτογαλικά, denso στα ελληνικά
συχνός στα πορτογαλικά