lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τακτοποιώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
τακτοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
arrancar, arranjar, arregala, arrumar, despachar, endereçar, mandar, ordenar, organizar, poder, prescrever
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τακτοποιώ, τακτοποιώ συνώνυμο, τακτοποιώ ονειροκρίτης, τακτοποιώ λεξικο, τακτοποιώ αγγλικα, τακτοποιώ στα πορτογαλικά, arrancar στα ελληνικά
τακτοποιώ στα πορτογαλικά