lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τεράστιος στα πορτογαλικά

Λέξη:
τεράστιος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
agigantado, descomunal, desmesurado, enorme, fabuloso, gigante, gigantesco, imenso, ingente, monstruoso, piramidal, tremendo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τεράστιος, τεράστιος συνώνυμα, τεράστιος πύθωνας καταπίνει άνθρωπο σκληρές εικόνες, τεράστιος πύθωνας καταπίνει άνθρωπο προσοχή σκληρές εικόνες, τεράστιος πύθωνας καταπίνει άνθρωπο, τεράστιος ξιφίας βύθισε ψαράδικο, τεράστιος στα πορτογαλικά, agigantado στα ελληνικά
τεράστιος στα πορτογαλικά