lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυλίγω στα πορτογαλικά

Λέξη:
τυλίγω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά τυλίγω, τυλίγω συνώνυμο, τυλίγω συνώνυμα, τυλίγω λεξικό, τυλίγω αγγλικά, τυλίγω στα πορτογαλικά, envolver στα ελληνικά
τυλίγω στα πορτογαλικά