lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υιοθετώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
υιοθετώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
aceitar, acolher, adaptar, admitir, adoptar, agregares, captar, concordar, conjecturar, receber, recobrir, supor, tomar, topar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υιοθετώ, υιοθετώ συνώνυμα, υιοθετώ μεταφραση, υιοθετώ αντώνυμο, υιοθετώ αντωνυμα, υιοθετώ αγγλικα, υιοθετώ στα πορτογαλικά, aceitar στα ελληνικά
υιοθετώ στα πορτογαλικά