lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υπαινιγμός στα πορτογαλικά

Λέξη:
υπαινιγμός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
alusiva, indirecta, insinuaria, agua, baeta, flecha, indicação, prescritivo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά υπαινιγμός, υπαινιγμός λεξικο, υπαινιγμός ετυμολογία, δηκτικός υπαινιγμός, υπαινιγμός στα πορτογαλικά, alusiva στα ελληνικά
υπαινιγμός στα πορτογαλικά