lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φρέσκος στα πορτογαλικά

Λέξη:
φρέσκος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (6):
fresco, novo, original, recente, suevo, decente
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φρέσκος, φρέσκος χυμός πορτοκάλι θερμίδες, φρέσκος τόνος συνταγές, φρέσκος σολωμός συνταγές, φρέσκος σολομός με μακαρόνια, φρέσκος σολομός, φρέσκος στα πορτογαλικά, fresco στα ελληνικά
φρέσκος στα πορτογαλικά