lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φωνάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
φωνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
alarido, berrar, bradar, bramar, clamar, exclamar, gritar, rebuçar, rugir, ulular, vociferar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φωνάζω, φωνάζω συνώνυμα, φωνάζω στο παιδί μου, φωνάζω στα αγγλικά, φωνάζω ονειροκρίτης, το φωνάζω, φωνάζω στα πορτογαλικά, alarido στα ελληνικά
φωνάζω στα πορτογαλικά