lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χαζός στα πορτογαλικά

Λέξη:
χαζός (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
absurdo, disparatado, estúpido, idiota, imbecil, insano, insensato, ridículo, risível, tolo, tonto
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χαζός, χαζόσ συνώνυμα, χαζόσ ετυμολογία, χαζός άνθρωπος, συνωνυμο χαζός, είμαι χαζός, χαζός στα πορτογαλικά, absurdo στα ελληνικά
χαζός στα πορτογαλικά