lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χρησιμοποιώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
χρησιμοποιώ (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (20):
abusar, administrar, aplicar, beneficio, benefício, emplumar, empregar, ganho, ganância, instrumentalizar, logro, lucrar, lucro, proveito, usar, uso, utilizar, utilizaria, vantagem, ventara
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χρησιμοποιώ, χρησιμοποιώ συνώνυμα, χρησιμοποιώ στα αγγλικά, χρησιμοποιώ προστακτική, χρησιμοποιώ λεξικό, χρησιμοποιώ κλίση, χρησιμοποιώ στα πορτογαλικά, abusar στα ελληνικά
χρησιμοποιώ στα πορτογαλικά