lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

χτύπημα στα πορτογαλικά

Λέξη:
χτύπημα (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acometida, arrojar, atirar, choque, golpe, impacto, lançamento, pancada, repente, tirada, tirar, zumbido
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά χτύπημα, χτύπημα σόντερς, χτύπημα στο πόδι, χτύπημα στο πλευρό, χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού, χτύπημα στο νύχι, χτύπημα στα πορτογαλικά, acometida στα ελληνικά
χτύπημα στα πορτογαλικά