lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ποτό

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
beverage, booze, drink, drinkable, eggnog, intoxicant, liquor, pop, potion, squash, tipple
ποτό
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nápoj, pití
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
getränk, trank, trunk
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drik, drikke, drikkevare, drikkevarer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bebida, brebaje, poción, refresco
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boisson, breuvage, consommation, liquide, philtre, potion, sorbet
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bevanda, beveraggio, bibita, pozione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drikk, drikkevare, leskedrikk, skjenk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
напиток, напои
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dryck
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
напитка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
напітак, пітво, трунак
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jook
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
juoma, juominen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
piće
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
innivaló, ital, itóka
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
gėrimas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bebida, infusões
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
băutură
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
nápoj
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
напій
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
napój, trunek

Σχετικές λέξεις

ποτό ρόδι, ποτό λεμόνι, ποτό κουμκουάτ, ποτό στην αθήνα, ποτό μανταρίνι, ποτό περγαμόντο, ποτό πορτοκάλι, ποτό μαστίχα, ποτό τίποτα, ποτό μαργαρίτα