πρήζω η πριζω, πρήζω english
φαρμακείο προστατεύω πλοκάμι διατηρώ κωμικός τζόκεϊ πεινασμένος λογάριθμος μάρμαρο πλαγιά βιζόν διάσωση ευπρέπεια μεταρρυθμίζω σύνταξη παχύσαρκος πρόσωπο ομορφιά ελαττώνω συμβάν