lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρήζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bulge, swell
πρήζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
bobtnat, dmout, nabobtnat, nabývat, nadmout, nadouvat, nadýmat, nafukovat, napuchnout, opuchnout, otékat, vzdout, vzdouvat, zduřet
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
quellen, schwellen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
svelle, svulme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abotagarse, hincharse
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bouffir, enfler, gonfler, tuméfier
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enfiare, gonfiare, gonfiarsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svelle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вспухать, вспухнуть, опухать, опухнуть, припухать, пухнуть, распухать, распухнуть
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pösa, svullna, svälla
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
paisua
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dagadni, duzzadni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inchar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
puchnąć, spuchnąć

Σχετικές λέξεις

πρήζω η πριζω, πρήζω english