προηγούμενο μικτό υπόλοιπο, προηγούμενο στα αγγλικα, δικαστικό προηγούμενο, νομικό προηγούμενο, νομολογιακό προηγούμενο
πρακτορείο κρύος δίνω προμηθεύω μοιρολατρία αιτών κατεύθυνση συνοδεύω στραβός λεμονάδα μαόνι ακατάστατος παρατηρητής αποδεικνύω συμβουλή πορνογραφία μεταφέρω συμβουλεύω γυαλί λέξη