lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προσεγγίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
approach, approximate, near, verge
προσεγγίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
blížení, přibližovat, přibližování, přiblížení, přiblížit, přistoupit, přístup
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nahen, nähern, zugehen, zukommen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
nærme
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acercar, acercarse, aproximar, atracar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aborder, accéder, approche, approcher, rapprocher
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accedere, accostare, approccio, avvicinamento, avvicinare, avvicinarsi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nærma, nærme, stunda
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приближать, приблизить, сближать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lida, nalkas, närma, stunda
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lähestyä, lähetä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
közeledni, megközelít
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przybliżyć, zbliżać

Σχετικές λέξεις

προσεγγίζω συνώνυμα, προσεγγίζω στα αγγλικά, προσεγγίζω αγγλικά, προσεγγίζω βικιλεξικο, προσεγγίζω ετυμολογια