lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προφέρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
articulate, enunciate, lecture, pronounce, rebuke, reprimand, reproach, slur, utter
προφέρω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
artikulovat, pronést, přednášet, vyhlásit, vyjádřit, vyslovit, vyslovovat, vytknout, vytýkat, vyčítat, vyřknout, článkovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aussprechen, vorschützen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bebrejde, udtale, ytre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afear, articular, pronunciar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
articuler, débiter, proférer, prononce, prononcer, prétexter, reprocher
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
proferire, pronunciare, rimproverare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bebreide, uttale, ytre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
артикулировать, выговаривать, произносить
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выгаворваць, вымаўляць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hääldama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
langettaa, sanoa, ääntää
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kihirdet
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
tarti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
articular, proferir, pronunciar, rezar
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dodať
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виговорювати, виловіть, вимовити, вимовляти, вимовлятися, висловити, висловлювати, висловіть, голос, доставити, доставляти, доставте, завдавати, завдати, звук, звучати, здоровий, крайній, оголосити, оголошувати, повний, поставити, постачати, промовити, промовляти, справний, ґрунтовний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wygłosić, wymawiać

Σχετικές λέξεις

προφέρω στα αγγλικά