lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πρόσφυγας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
absconder, defector, escapee, exile, expatriate, fugitive, levanter, refugee, runaway, émigré
πρόσφυγας
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dezertér, emigrant, prchavý, uprchlík, uprchlý, utečenec, vystěhovalec
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausreißer, deserteur, flüchtling
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
flygtning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
avenida, concurrencia, desertor, fugitivo, prófugo, refugiado
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concours, confluent, conjoncture, déserteur, fugitif, fuyard, réfugié, transfuge, échappé, émigré, évadé
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
evaso, fuggevole, fuggiasco, fuggitivo, latitante, profugo, rifugiato
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
flykting, flyktning, sammentreff
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
беглец, беженец, мимолетный, перебежчик, стечение, эмигрант
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
flykting, flyktning, rymling
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бежанец
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
бежанец, уцякач
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
põgenik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haihtuva, karkulainen, lyhytaikainen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bjegunac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elszabadult, emigráns, kivándorló, menekült, szökevény
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
pabėgėlis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fugitivo, refugiado
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
utečenec
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
біженець, втікач, відщепенець, дезертир, емігрант, легковажно, утікач
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
uchodźca, uciekinier, zbieg

Σχετικές λέξεις

πρόσφυγας ορισμός, πρόσφυγας εκ μητρογονίας, πρόσφυγασ active member, πρόσφυγας στίχοι, πρόσφυγασ ή μετανάστησ, πρόσφυγας wikipedia, πρόσφυγας ποίημα, πρόσφυγασ ετυμολογία, πρόσφυγασ κλέφτικο, πρόσφυγας λεξικό