lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πτερύγιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
balancer, blade, blade-bone, fin, flipper, paddle, scapula, shoulder, spade, spatula, trowel, vane, web
πτερύγιο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
křidélko, lopata, lopatka, plec, plecko, ploutev, rameno, stěrka, špachtle
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
achsel, blatt, flosse, flügel, schaufel, schulter, schulterblatt, schwimmflosse, spaten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
aksel, finne, skulder, skulderblad, spade
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aleta, espaldilla, espátula, hombro, omóplato, pala, paleta, paletilla
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
abaisse-langue, aileron, aube, nageoire, omoplate, pale, paleron, palette, palme, pelle, petite, spatule, volet, épaule
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
badile, pala, paletta, pinna, scapola, spalla, spatola
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aksel, finne, skulder, skulderblad, svømmefot
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ласт, лопата, лопатка, плавник, плечо, стабилизатор
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
finne, skulderblad
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
krah, lopatë, sup
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лопата, лопатка
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лапата, лапатка, плаўнік, плячо, рыдлёўка, шуфлік
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
labidas, õlg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
evä, hartia, lapa, lapaluu, lapio, olka, olkapää
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rame
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
lapocka, váll, úszó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kastuvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aleta, barbatana, espátula, ombro, pala, paleta, pá
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
rama
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
rameno
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
весло, лопатка, плавець, плавник, плече, флюгер
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
płetwa, statecznik, łopatka

Σχετικές λέξεις

πτερύγιο αυτιού, πτερύγιο ματιού, πτερύγιο οφθαλμού, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο αντιυπνηλίας, πτερύγιο καρχαρία, πτερύγιο ωτός, ουραίο πτερύγιο, ρινικό πτερύγιο