lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πτώμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
body, cadaver, carcass, carrion, corpse
πτώμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mrtvola, mršina, zdechlina
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aas, kadaver, leiche, leichnam
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
kadaver, lig, link, ådsel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cadáver, carroña, difunto, muerto
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cadavre, carnage, charogne, dépouille
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cadavere, carcassa, salma
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kadaver, lik, åtsel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дохлятина, падаль, труп
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kadaver, lik, stoft
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kufomë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
труп
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апад, ападкі, труп
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
laip, raibe, surnukeha
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haaska, raato, ruumis
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
dög, hamvak, holttest, hulla, tetem
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lavonas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cadáver, carcaça, carroça, corto, defunto, morto
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
cadavru, stârv
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
каркас, падаль, падло, покидьки, труп
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
padlina, trup, zwłoki

Σχετικές λέξεις

πτώμα-μυστήριο στον όλυμπο