lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: πόδι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cutlet, feet, foot, footer, leg, sole
πόδι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
chodidlo, noha, patka, podstavec, spodek, stopa, úpatí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bein, fuß, keule
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
ben, bien, fod, lår, pote, procent
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pata, pie, pierna
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
arpion, bobo, cuissot, fumeron, gigot, gigue, jambe, patte, pied, pincette, ripaton, standard, taux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gamba, piede, zampa
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bein, ben, fot, føtter, lår, prosent
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нога, окорок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ben, fot, fötter, lår
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
këmbë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нога
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
на, нага, не
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
jalam, jalg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jalka, jalkaterä, koipi, sääri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
noga, stopalo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
láb, lábfej, talp
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
koja, pėda
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pata, perna, pie, pé
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
noga, stopalo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
noha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гомілка, нога
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
noga, stopa, udziec

Σχετικές λέξεις

πόδι της χήνας, πόδι της καμήλας, πόδι χήνας, πόδι του αθλητή, πόδι μονάδα μέτρησης, πόδι καμήλας, πόδι ανατομία, πόδι διαβητικού, πόδι μέτρο, πόδι του μόρτον