lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρήμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parole, verb, word
ρήμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
heslo, slib, sloveso, slovo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verb, vogelhäuser, vokabel, worms, wort, zeitwort
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
glose, ord, udsagnsord, verbum, vers
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
palabra, verbo, vocablo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
foi, mot, parole, terme, verbe, vocable
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
motto, parola, termine, verbo, vocabolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
glose, ord, verb
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глагол, слово
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ord, verb
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глагол, дума, слово
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
слова
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
sõna, tegusõna
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sana, teonsana
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glagol
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
ige, szó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
veiksmažodis, žodis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
palavra, paradigma, proclama, prometer, verbo
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
beseda
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
sloveso, slovo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
віра, довіра, дієслово, слово
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czasownik, słowo

Σχετικές λέξεις

ρήμα είμαι, ρήμα ειμί, ρήμα έχω, ρήμα to be, ρήμα ίημι, ρήμα μένω, ρήμα υποβάλλω, ρήμα κλείνω, ρήμα βάλλω, ρήμα θέω