lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρείθρο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drain, drainpipe, effluent, gully, gutter, kennel, sewer
ρείθρο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kanál, okap, rigol, stoka, stružka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abfluss, gosse, rinne, rinnstein
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tagrende
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcantarilla, arroyo, badén, canal, canalón, chorrera, cloaca, desaguadero, desagüe, gotera, sumidero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
caniveau, dalot, dégorgeoir, goulotte, pierrée, rigole, ruisseau, égout
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fogna, grondaia
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avlopp, avløp, dike, renna, renne, rennestein, takrenne
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
канава, канавка, сток
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avlopp, ränna, rännsten
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канавка
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
rentsel
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katuoja, viemäri
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
eresz, ereszcsatorna, esőcsatorna, kanális
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
latakas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alcançaria, badana, canal, cloaca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
канава, канавка
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
rynna, rynsztok, ściek

Σχετικές λέξεις

ρείθρο πεζοδρομίου, ρείθρο οδού, ρείθρο σχισμής, ρείθρο σημασια, πλατύ ρείθρον