lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρεύμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
current, drift, electricity, flux, juice, stock, stream, tide
ρεύμα
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
obvyklý, proud, tok
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
drift, geläufig, gängig, laufend, strolche, strom, strömung
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
drift, gangbar, strøm, vekselstrøm
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
circulante, corriente, flujo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
circulant, courant, mois, rivière
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corrente
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
drift, gangbar, strøm, vekselstrøm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вращательный, течение, ток
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
drift, ström
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
плынь, струмень, такавішча, ток, хада, ход, цячэнне
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
hoovus, vool
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
virta, virtaus
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
áram
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
srautas, srovė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corrente, fluxo, transverso, vulgar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
curent
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
tok
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
prúd
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вихід, вхід, галерея, коридор, макака, плин, прийняття, проходження, прохід, струм, тенор, течію, течія
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
obiegowy, prąd

Σχετικές λέξεις

ρεύμα του κόλπου, ρεύμα πολιτών εορδαίας, ρεύμα κόρου, ρεύμα χωρίς δεη, ρεύμα 1, ρεύμα βραχυκύκλωσης, ρεύμα νέων σοσιαλιστών, ρεύμα ζεύξης, ρεύμα νυχτερινό, ρεύμα στα αγγλικά