lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρισκάρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chance, gamble, hazard, risk, stake, venture
ρισκάρω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hazardovat, nebezpečí, riskovat, riziko
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
riskieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
fare, fra, risikere, risiko, slump
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arriesgar, atreverse, aventurar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aventurer, caver, hasarder, oser, risque, risquer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
arrischiare, azzardare, probabilità, rischiare, rischio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fara, fare, risikere, risiko, slump
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рисковать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
chans, fara, lycka, riskera, slump, äventyr, äventyra
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
рызыкаваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaarantaa
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kockázat
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arriscar, aventurar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ризикувати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ryzykować

Σχετικές λέξεις

ρισκάρω και ας μην πάρω ας χάσω δεν πειράζει γιατί της στιγμής το νάζι είναι της ψυχής το γκάζι, ρισκάρω συνώνυμα