lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ρουφώ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
draw, suck
ρουφώ
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
cucat, kojit, nasát, nasávat, sát, vycucat, vysát
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lutschen, saugen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
dia, die, patte, suge, sutte
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aspirar, chupar, lactar, mamar, sorber
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aspirer, sucer, suçoter, téter, tétée
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aspirare, ciucciare, poppare, risucchiare, succhiare, suggere
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dia, die, patte, suga, suge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
всасывать, сосать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dia, patte, suga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thith
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
смактаць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
imema
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imeskellä, imeä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
szopik, szopni
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
čiulpti, žįsti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chupar, mamar, sugar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смоктати, ссати
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
ssać

Σχετικές λέξεις

ρουφάω στα αγγλικά, ρουφώ συνώνυμα