lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδέχομαι στα ρωσικά

Λέξη:
αποδέχομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
акцептовать, воспринять, нанять, одобрить, одобрять, оказывать, получать, принимать, принять, приспособить, соблюдать, соглашать, усыновить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποδέχομαι, αποδέχομαι τους όρους, αποδέχομαι τον εαυτό μου, αποδέχομαι συνώνυμο, αποδέχομαι συνώνυμα, αποδέχομαι αντώνυμο, αποδέχομαι στα ρωσικά, акцептовать στα ελληνικά
αποδέχομαι στα ρωσικά