lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποδεικνύω στα ρωσικά

Λέξη:
αποδεικνύω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
демонстрировать, доказывать, показывать, командовать, оказывать, предъявлять, казать, пробовать, пытать, проявлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποδεικνύω, αποδεικνύω συνώνυμο, αποδεικνύω συνώνυμα, αποδεικνύω στα αγγλικα, αποδεικνύω κλιση, αποδεικνύω ετυμολογια, αποδεικνύω στα ρωσικά, демонстрировать στα ελληνικά
αποδεικνύω στα ρωσικά