lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βάζω στα ρωσικά

Λέξη:
βάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
ввергать, вталкивать, дерзить, использовать, класть, накладывать, налагать, приложить, применить, применять, ставить, становить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βάζω, βάζω τόνους, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά, βάζω τις λέξεις σε αλφαβητική σειρά, βάζω συνώνυμα, βάζω στόχους, βάζω στα ρωσικά, ввергать στα ελληνικά
βάζω στα ρωσικά