lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βασανίζω στα ρωσικά

Λέξη:
βασανίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
докучать, мучить, терзать, истязать, изматывать, изнурять, томить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βασανίζω, βασανίζω στα ρωσικά, докучать στα ελληνικά
βασανίζω στα ρωσικά