lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βλάπτω στα ρωσικά

Λέξη:
βλάπτω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
вред, вредить, дурной, зло, злой, несправедливость, обездоленность, обида, обижать, плохой, повреждение, скверный, ущерб
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά βλάπτω, ρήμα βλάπτω, βλάπτω συνώνυμο, βλάπτω στα αγγλικά, βλάπτω παρακείμενοσ αρχαία, βλάπτω παρακείμενος, βλάπτω στα ρωσικά, вред στα ελληνικά
βλάπτω στα ρωσικά