lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δελεάζω στα ρωσικά

Λέξη:
δελεάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
завлекать, завлечь, заманивать, заманить, манить, обманывать, обольщать, поманить, привлекать, привлечь, сманить, соблазнять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δελεάζω, δελεάζω συνώνυμο, δελεάζω συνώνυμα, δελεάζω αγγλικά, δελεάζω translate, δελεάζω στα ρωσικά, завлекать στα ελληνικά
δελεάζω στα ρωσικά