lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δηλητηριάζω στα ρωσικά

Λέξη:
δηλητηριάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (2):
отравить, отравлять
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δηλητηριάζω, δηλητηριάζω στα ρωσικά, отравить στα ελληνικά
δηλητηριάζω στα ρωσικά