lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δύναμη στα ρωσικά

Λέξη:
δύναμη (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
авторитет, владычество, власть, вынудить, господство, держава, могущество, мощность, мощь, сила, способность, уйма, энергия
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δύναμη, δύναμη ψυχής, δύναμη πολιτών μαραθώνα, δύναμη πολιτών ηράκλειο, δύναμη πολιτών, δύναμη ελπίδας, δύναμη στα ρωσικά, авторитет στα ελληνικά
δύναμη στα ρωσικά