lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εντατικός στα ρωσικά

Λέξη:
εντατικός (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (12):
дюжий, здоровый, интенсивен, интенсивный, крепкий, могущественный, мощный, насильственный, неистовый, острый, силен, сильный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εντατικός, εντατικός συνώνυμα, εντατικός συνωνυμο, εντατικός ορισμός, εντατικός αγγλικά, εντατικός στα ρωσικά, дюжий στα ελληνικά
εντατικός στα ρωσικά