lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπνίζω στα ρωσικά

Λέξη:
καπνίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
дымить, коптить, вытапливать, гореть, жечь, курить, сжигать, топить, прокапчивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καπνίζω, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω μπάφους και παίζω προ, καπνίζω μαύρο, καπνίζω στα ρωσικά, дымить στα ελληνικά
καπνίζω στα ρωσικά