lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατοικώ στα ρωσικά

Λέξη:
κατοικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
жить, квартировать, обитать, проживать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κατοικώ, κατοικώ συνώνυμα, κατοικώ στα αγγλικά, κατοικώ ετυμολογία, κατοικώ στα ρωσικά, жить στα ελληνικά
κατοικώ στα ρωσικά