lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κοινός στα ρωσικά

Λέξη:
κοινός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (29):
банален, банальный, будничный, дюжинный, единый, ежедневный, затрапезный, нарицательный, обиходный, общественный, общий, обыден, обыденный, обыкновенный, обычный, очевидный, повседневный, простой, совместный, совокупный, сообщительности, сопредельность, сопромат, сопромата, социален, социальный, суточный, явный, ясный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κοινός, κοινός τόπος ψυχιατρικής νευροεπιστημών & επιστημών του ανθρώπου, κοινός τόπος νάουσα, κοινός τόπος facebook, κοινός τόπος, κοινός παρονομαστής master tempo stixoi, κοινός στα ρωσικά, банален στα ελληνικά
κοινός στα ρωσικά