lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λεπτός στα ρωσικά

Λέξη:
λεπτός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (23):
вялый, гибкий, деликатен, деликатный, дряблый, изысканный, кроткий, мелкий, мягкий, нежный, незначительный, отвислый, прекрасный, стройный, тонкий, тонок, тощий, утончен, утонченный, утончённый, худой, худощав, худощавый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά λεπτός, σωκράτης λεπτός, παντελήσ λεπτόσ, μιχαλάκης λεπτός, λεπτόσ πάφοσ, λεπτός συνώνυμα, λεπτός στα ρωσικά, вялый στα ελληνικά
λεπτός στα ρωσικά