lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λιώνω στα ρωσικά

Λέξη:
λιώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
вытопи, отмерзать, оттаивать, расплавить, расплавлять, распускать, распустить, растапливать, растворить, растворять, растопить, расформировывать, сплавить, таять, топить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά λιώνω, λιώνω και το ξερεις, λιώνω και δεν παλιωνω, λιώνω για σένα στίχοι, λιώνω για σένα, λιώνω ή λειώνω, λιώνω στα ρωσικά, вытопи στα ελληνικά
λιώνω στα ρωσικά