lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πλένω στα ρωσικά

Λέξη:
πλένω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
мыть, стирать, промывать, вымыть, помыть, умыть, смывать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πλένω, πλένω χέρια ονειροκρίτης, πλένω τα χέρια μου, πλένω τα δόντια μου, πλένω ρούχα ονειροκρίτης, πλένω πλύνω, πλένω στα ρωσικά, мыть στα ελληνικά
πλένω στα ρωσικά