lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ραντίζω στα ρωσικά

Λέξη:
ραντίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
брызгать, кропить, накрапывать, окроплять, обливать, покропить, поливать, прыскать, спрыскивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ραντίζω, ραντίζω στα ρωσικά, брызгать στα ελληνικά
ραντίζω στα ρωσικά