lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπρώχνω στα ρωσικά

Λέξη:
σπρώχνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (15):
впихивать, всучивать, вталкивать, вычитать, двигать, запихать, наложить, настлать, отчислять, пихать, подвигать, подталкивать, расталкивать, толкать, трогать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σπρώχνω, σπρώχνω στα ρωσικά, впихивать στα ελληνικά
σπρώχνω στα ρωσικά