lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συλλέγω στα ρωσικά

Λέξη:
συλλέγω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
жать, накоплять, скоплять, собирать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συλλέγω, συλλέγω χρονική αντικατάσταση, συλλέγω συνώνυμα, συλλέγω στιγμές, συλλέγω κλίση, συλλέγω ετυμολογία, συλλέγω στα ρωσικά, жать στα ελληνικά
συλλέγω στα ρωσικά